- προσευχητάριο
- [просэфхитарио] ουσ ο молитвенник.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
σύνοψη — η / σύνοψις, όψεως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σύνοψις Ν 1. συνοπτική επισκόπηση, συγκεφαλαίωση 2. συνοπτική πραγματεία, επιτομή νεοελλ. φρ. α) «σύνοψις ευαγγελίων» εκκλ. η ενιαία έκθεση τής ευαγγελικής διήγησης προκειμένου να επιτευχθεί ενιαία… … Dictionary of Greek
Γουέστμινστερ — (Westminster). Περιοχή του Λονδίνου. Ορίζεται ανατολικά από το κέντρο του Λονδίνου, δυτικά από τις συνοικίες Τσέλσι και Κένσινγκτον και νότια από τον ποταμό Τάμεση. Είναι το πλουσιότερο και το μεγαλοπρεπέστερο κέντρο του Λονδίνου, στο οποίο… … Dictionary of Greek
Ντόναρ — Γερμανικός θεός αντίστοιχος προς τον σκανδιναβικό Θωρ, το όνομα του οποίου σήμαινε «βροντή». Γιος του Όντιν και της Γερντ (Γης), παριστανόταν με τη μορφή γίγαντα με κόκκινη γενειάδα και τρομερή φωνή. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του ήταν το μαγικό … Dictionary of Greek